- Περφεραῖος
- Περφεραῖος, ὁ,A = Ὑπερβόρειος, epith. of Hermes, prob. in Call.Fr. 117.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Περφεραῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περφεραίος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού) Υπερβόρειος … Dictionary of Greek